- σουρομαλλιάζω
- Ν1. αρπάζω κάποιον από τα μαλλιά2. μέσ. σουρομαλλιάζομαιμαλλιοτραβιέμαι με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συρομαλλιάζω (< σύρω + μαλλιάζω), πρβλ. ξε-μαλλιάζω. Για την τροπή τού -υ- σε -ου- πρβλ. σύρω: σούρ(ν)ω].
Dictionary of Greek. 2013.